ἀστρολογικούς

ἀστρολογικούς
ἀστρολογικός
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληρικός — ή, ό (AM κληρικός, ή, όν) [κλήρος] το αρσ. ως ουσ. ο κληρικός γενική ονομασία τής τάξης τών διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων, ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς, τους λαϊκούς νεοελλ. μσν. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”